λειοποίηση

λειοποίηση
η (Α λειοποίησις) [λειοποιώ]
η ενέργεια τού λειαίνω, το να μεταβάλλει κάποιος κάτι από τραχύ σε λείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”